Στον τόπο μου – Μέρος Β’

dots

 Αιθέρας-Ψαραντωνης Νογώ

15 Νοεμβρίου 2014 – Ακόμα στην Κρήτη. Οι δουλειές και τα φτιαξίματα με συνεπήραν, βολεύτηκα για λίγο στο σπίτι μου. Είναι ωραία να κοιμάσαι στα καθαρά σεντόνια και πρωί πρωί να σου ρχεται η μυρωδιά από ζεστό καφέ στα ρουθούνια.Χειμώνιασε στην Κρήτη. Μα χειμώνιασε; Μια είναι έτσι ο καιρός και μια αλλιώς. Δεν ξέρεις πως να ντυθείς λέει ο παππούς μου ο Αντώνης. Εγώ λέω, έχουμε ποικιλία, τη μια μέρα στην θάλασσα και την άλλη στα βουνά να πίνουμε ζεστά και να μιλάμε για την ζωή.

Το ταξίδι δεν το έχω ξεχάσει είναι μέσα μου. Κάποτε διάβασα τον Δαλάι Λάμα που είπε “πασχίζουμε να ανακαλύψουμε το διάστημα, χωρίς να έχουμε ανακαλύψει τους εαυτούς μας πρώτα”. Κάτι τέτοιο έκανα και εγώ, γύρισα τον κόσμο χωρίς να ξέρω πρώτα τον τόπο μου. Τώρα λοιπόν είναι μια καλή χρόνια για να το κάνω και έτσι αποδέχτηκα την πρόσκληση του καλού μου φίλου Αντρέα από τα Χανιά να πάω σε ένα πανηγύρι στα Λευκά Όροι. Δεν ήξερα τι να περιμένω, δεν είχα ιδέα.

Χωρίς πρόλογο ξεκινήσαμε το πρωί στις έξι να ανέβουμε τα βουνά. Ήμασταν μια παρέα πέντε ατόμων και κάπου στον δρόμο μας συνάντησαν και οι γονείς του Αντρέα. Η μαμά του η Έλλη (να το θυμάστε το όνομα θα επανέλθω στο μέλλον), ως γνήσια μαμά, νοικοκυρά αλλά και φοβερή μαγείρισσα μας είχε ετοιμάσει -φυσικά χωρίς να το ζητήσουμε – τα σαντουιτσάκια μας, τα μπισκοτάκια μας, τους χυμούς μας να μην υπάρχει καμία περίπτωση να πεινάσουμε στον δρόμο. Δεν έχει σημασία που είμαστε όλοι πάνω κάτω τριάντα, για εκείνη ήταν η εκδρομή του μικρού της γιου με τους φίλους του.

Ανεβαίνοντας στα βουνά τα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται και μια πηχτή στρώση ομίχλης άρχισε να σκεπάζει τα πάντα. Σε λίγο δεν βλέπαμε μπροστά μας. Μπορεί να είναι επικίνδυνο να μην βλέπεις τίποτα, όμως η ομίχλη έχει κάτι μαγικό. Σου δίνει λίγο την ψευδαίσθηση ότι ζεις το παιδικό σου όνειρο να πιάσεις τα σύννεφα και από την άλλη έχει κάτι το τόσο κινηματογραφικό. Πάλι μακρηγορώ και η Μadame Ginger θα μου προτείνει να το κόψουμε σε πρώτο και δεύτερο μέρος και το δεύτερο δεν θα το στείλω ποτέ. Ας συντομεύω…

Οι κορφές των Λευκών Ορέων μας κοιτούσαν από ψηλά αλλά καθόλου υπεροπτικά και κατσίκια πετάγονταν μπροστά μας από το πουθενά, σαν μαγικό κόλπο μέσα από την ομίχλη και σαν μαγικό ήταν που δεν πατήσαμε κανένα. Ξαφνικά τα νότια της Κρήτης ξεπρόβαλαν, είδαμε την θάλασσα και από πάνω της σαν ένα τεράστιο χταπόδι ο ήλιος που άπλωνε τα φωτεινά πλοκάμια του κατά μήκος του Λιβυκού πελάγου. 

Φτάσαμε στο “Μουρί” ένα χωριό εγκαταλελειμμένο εδώ και δεκαετίες. Μικρά πέτρινα σπίτια εγκαταλελειμμένα, σχεδόν σαν αρχαία έμοιαζαν. Μεγάλα και επιβλητικά δέντρα, αιωνόβια αλλά όχι γερασμένα έδιναν λίγο χρώμα στον γκρίζο και συννεφιασμένο ουρανό. Κατεβήκαμε δίπλα στο εκκλησάκι του Αη Γιάννη και τα παιδιά χαιρέτισαν τους γνωστούς τους, με ζεστά χαμόγελα και λαμπερές αγκαλιές. Μήπως τα είπα ανάποδα; Καλά τα είπα. Ζεστά χαμόγελα και λαμπερές αγκαλιές.

Οι ντόπιοι είχαν ήδη βάλει το γαμοπίλαφο στο καζάνι που σημαίνει ότι το κρέας είχε βράσει ήδη και ήδη ήταν 9 η ώρα το πρωί. Η λειτουργία έφτανε προς το τέλος της και οι προσκεκλημένοι ετοιμάζονταν να κάτσουν να πιουν ενα ποτήρι κρασί και να φάνε. Φάγαμε, ήπιαμε και οι άντρες τις παρέας άρχισαν σιγά σιγά να τραγουδάνε ριζίτικα. Πότες και φαγάδες καλοί,  μα και πόνο ξέρουν πως να βγάλουν από μέσα τους τραγουδώντας. Αρχίσανε λοιπόν και οι γυναίκες σέρβιραν πάνω στο παρατημένο κρέας, τα πιάτα με τα γλυκά. Οι ρακές έδιναν και έπαιρναν (ακόμα βρισκόμαστε πριν τις 11) και εγώ άρχισα να μιλάω γύρω-γύρω.

Γνώρισα τον κυρ Γιώργο που έφτιαχνέ το πιλάφι. Κάθε φορά που τραβούσα φωτογραφία μου φώναζε “Ttwitter, twitter! Εκεί να μας βάλεις.” Μου αποκάλυψε ότι έχει τρέλα με την τεχνολογία. Κάποια στιγμή μου είπε “Ανέβηκα στην Αθήνα και για πρώτη φορά αγόρασα ένα από αυτά τα έξυπνα τηλέφωνα που κάνουν δυο μισθούς. Το ήθελα πολύ. Δυστυχώς την ίδια μέρα μου έπεσε από την τσέπη μέσα στο ταξί και δεν το ξαναβρήκα ποτέ Και είχα κάνει τόση χαρά…”, είπε απογοητευμένος. “Και μετά τι έκανες;” τον ρώτησα. “Τι να έκανα;” φώναξε. “Πήγα ντελόγο (“αμέσως” στην κρητική διάλεκτο) και πήρα ένα καινούριο. Άμα θες κάτι το θες!”, είπε.

Γνώρισα και τον Μιχάλη. Νέο παιδί μεγαλωμένος βοσκός πάνω στα βουνά Κάτσαμε και τα είπαμε λίγο. Του λέω “Δύσκολος δρόμος να ανέβεις εδώ πάνω ε;”. 10 λεπτά με το αγροτικό είναι. Τίποτα.” είπε με περηφάνια. “Ντα πετάς του λέω η πατάς στον δρόμο.”. “Πετώ κουμπάρε πετώ.” Όντως στην επιστροφή ξεκινήσαμε μαζί και όταν εμείς φτάσαμε κάτω αυτός έπινε ήδη μπύρες. (12 το πρωί).

Είχε πολύ κόσμο, γερούς, νέους, παιδιά. Είχε και έναν-δυο από αυτούς τους Κρητικούς που όταν σε κοιτάζουν η ματιά τους σε διαπερνά. Ένα και ένας, ήταν όλοι χαρακτήρες κινηματογραφικοί. Κάποια στιγμή αποφασίσαμε ότι πρέπει να φύγουμε.Κατεβαίνοντας με πήρε λίγο ο ύπνος μέσα στην ζεστασιά του αυτοκινήτου με το κεφάλι μου να καταχτυπάει στο κρύο τζάμι και τα αυτιά μου να νανουρίζονται από την βροχή.

Λίγη ώρα μετά άρχισα σιγά σιγά να ξυπνάω. Το κεφάλι μου δεν καταχτυπούσε πια, που σημαίνει οτι είχαμε πιάσει άσφαλτο και το πρόσωπο μου καιγόταν από το ίδιο τζάμι που πλέον το αγκάλιαζε ζεστός ήλιος. Άνοιξα τα μάτια μου και γύρω μου, ένα ηλιόλουστο τοπίο με ελιές ξεδιπλωνόταν και μπροστά μπροστά η θάλασσα.Κατεβήκαμε στο Φραγκοκάστελο να πιούμε λέει ένα καφέ.Ψάχνοντας ένα συγκεκριμένο καφενείο που τελικά ήταν κλειστό, καταλήξαμε στην παραλία του Φραγκοκάστελου.

Κοιτώντας τι θάλασσα, η γαλήνη μέσα μου μεγάλωσε. Τα πόδια μου πατούσαν στην άκρη της ασφάλτου και μπροστά τους μια κατηφόρα από άμμο σαν τεράστια χρυσή τσουλήθρα μου φώναζε “ Βγάλε τα παπούτσια σου και κατρακύλησε μέχρι την παραλία” Κοιταχτήκαμε όλοι μεταξύ μας και σκεφτήκαμε το ίδιο.

Βουτήξαμε στον καλοσιδερωμένο από τον άνεμο αμμόλοφο και κουτρουβαλήσαμε μέχρι την παραλία. Ακούγεται τέλειο, άλλα ζαλίστηκα λίγο. Κοίταξα πίσω μου και πάνω στα βουνά μαζεμένα σύννεφα έβρεχαν τις κορυφές τους Γύρισα μπροστά μου και η θάλασσα ήταν ήρεμη, ο ήλιος έλαμπε ζεστός πάνω μας και σκέφτηκα: “Θα βουτήξω”. Παρακίνησα και τους υπόλοιπους, γδυθήκαμε και πέσαμε όλοι στο νερό εκτός τον Αντώνη που ξάπλωσε με την μπουφανάρα του στην άμμο και κοιμήθηκε κάτω από τον ήλιο που τον έψηνε σαν πατάτα βραστή τυλιγμένη με αλουμινόχαρτο και ξαπλωμένη στην φωτιά του τζακιού το χειμώνα.

Το νερό ήταν ζεστό και ένιωθες σαν να το καλοκαίρι. Μετά από αρκετή ώρα αποφασίσαμε να βγούμε για να φύγουμε. Έτσι λοιπόν πάνω από τα νερά φόρεσα τα παντελόνια μου και πάνω από την άμμο τις κάλτσες και τα παπούτσια μου (Δοκιμάζω ένα καινούριο συντακτικό μην δίνετε πολύ σημασία) και ξεκινήσαμε να πάμε στο ¨χωριό”. Ο δρόμος σχεδόν ευθεία, δεξιά το καλοκαίρι με τα γαλήνια νερά και αριστερά και ψηλά μαδούσε η βροχή και ο αέρας τα βουνά, και μπροστά μας ένα διπλό ουράνιο τόξο μέσα στην λιακάδα. Κάθε μα κάθε φορά δεν μπορώ να πιστέψω πόσα πράγματα πια έχει αυτή η Κρήτη να προσφέρει.

Σιγά σιγά μπαίναμε πάλι μέσα στην κακοκαιρία ως που φτάσαμε στο “χωριό”. Με τις άμμουδες στα πόδια (όπως λέμε εδώ) βγήκα από το αμάξι, έβαλα το μπουφάν μου και το κασκόλ μου και μπήκα με τους φίλους μου, σε ένα παλιό καφενείο. Η ξυλόσομπα έκαιγε και κάποια παππούδες έπαιζαν χαρτιά στα δεξιά. Κάτσαμε και πήραμε καφεδάκια, έτσι για να ζεσταθούμε μέχρι να βγει η ρακή και οι σφακιανές πίτες. Έξι του είπαμε για πέντε άτομα. Με το μελάκι τους και την μυζήθρα τους συνοδεύουν τέλεια την ρακή. Η ρακή που τρέχει μέσα σου και σου ζεσταίνει τα σώθηκα και σε κάνει να καταλαβαίνεις ότι είσαι στην Κρήτη.

Είμαι στην Κρήτη σήμερα κι όμως είναι σα να είμαι ταξίδι. Σαν να κάνα ταξίδι σε τέσσερις εποχές και δύο ηπείρους ήταν σήμερα και είναι μόλις πέντε το απόγευμα. Αυτός είναι ο τόπος μου και η πατρίδα μου που τόσο απερίσκεπτα και εύκολά άφησα για να δω άλλα μέρη. Όμως τώρα που πήγα και είδα ξέρω πια σίγουρα που μια μέρα θέλω να κλείσω τα μάτια μου και να αφήσω πίσω τα παιδιά μου.

Be Well & Be Free,
Στέλιος

#LoveOnly,
Madame Ginger

Θέλουμε την γνώμη σας!

Διάβασε επίσης

Designed by Michael Meimaroglou Creative Studio | Developed by